πικρογλώσσους

πικρογλώσσους
πικρόγλωσσος
of sharp
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πικρόγλωσσος — η, ο / πικρόγλωσσος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. αυτός που έχει πικρή γλώσσα, που τα λόγια του θίγουν ή προκαλούν θλίψη αρχ. εκείνος που προέρχεται από πικρή, σκληρή γλώσσα («πικρογλώσσους ἀράς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γλωσσος (< γλῶσσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”